- προεξεργάζομαι
- και προὐξεργάζομαι Α [ἐξεργάζομαι]εκτελώ, ολοκληρώνω προηγουμένως κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεξεργασθέντων — προεξεργάζομαι work out before aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξεργάζεται — προεξεργάζομαι work out before pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυξεργάζομαι — Α βλ. προεξεργάζομαι … Dictionary of Greek
ԱՌԱՐՏԱԳՈՐԾԵՄ — ( ) NBH 1 0296 Chronological Sequence: 6c ն. ԱՌԱՐՏԱԳՈՐԾԵԼ. Նիւթական թարգմանութիւն յն. ձայնիս προεξεργάζομαι . Առ արտաքս գործելով՝ յաւելուլ ինչ. յարդարել զարտաքինն. քաջ հետազօտել. *Առարտագործելով զյաղագս տարբերութեան (բանս). Պորփ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)